στο λεξικό PONS
equi·ty ˈcapi·tal ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Equi·ty3 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
equi·ty1 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. equity (stocks, shares):
2. equity no pl:
3. equity (right to receive dividends):
equi·ty2 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. equity (fairness, justice):
2. equity ΝΟΜ:
3. equity (neutrality):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equity capital ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
equity capital ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
equity (capital) ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Eigenkapital ουδ
equity capital procurement ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
equity capital principle ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
equity capital market ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
equity capital level ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
equity capital ratio ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
equity capital security ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Reinvermögen ουδ
equity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.