στο λεξικό PONS
cur·rent lia·ˈbil·ities ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΕΠΊΘ
II. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. current (of air, water):
2. current ΗΛΕΚ:
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
lia·bil·ities [ˌlaɪəˈbɪlətiz, αμερικ -ət̬iz] ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liabilities ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.