Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ferrer , errer , entrer , encrer , barrer και bâfrer

I . bâfrer [bɑfʀe] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

II . bâfrer [bɑfʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ (être glouton)

fressen αργκ

I . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. barrer (biffer):

3. barrer ΝΑΥΣ:

4. barrer καναδ (fermer à clé):

II . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

abhauen οικ

I . entrer [ɑ͂tʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ +être

9. entrer (s'associer à):

II . entrer [ɑ͂tʀe] ΡΉΜΑ μεταβ +avoir

3. entrer Η/Υ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina