wieder|tunπαλαιότ
wiedertun → tun I.1
I. tun <tut, tat, getan> [tuːn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. tun (machen):
3. tun οικ (legen, stecken):
5. tun οικ (mengen, mischen):
8. tun ευφημ οικ (Geschlechtsverkehr haben):
ιδιωτισμοί:
II. tun <tut, tat, getan> [tuːn] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
III. tun <tut, tat, getan> [tuːn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. tun:
2. tun οικ (sich geben):
3. tun (wirken):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.