στο λεξικό PONS
I. kurz·fris·tig [ˈkʊrtsfrɪstɪç] ΕΠΊΘ
1. kurzfristig (innerhalb kurzer Zeit erfolgend):
2. kurzfristig (für kurze Zeit geltend):
3. kurzfristig ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. kurz·fris·tig [ˈkʊrtsfrɪstɪç] ΕΠΊΡΡ
1. kurzfristig (innerhalb kurzer Zeit):
2. kurzfristig (für kurze Zeit):
3. kurzfristig ΕΜΠΌΡ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.