στο λεξικό PONS
Buch <-[e]s, Bücher> [bu:x, πλ ˈby:çɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Buch (Band):
2. Buch meist πλ ΟΙΚΟΝ (Geschäftsbuch):
- kartonierte Bücher
- paperbacks πλ
- etw [in etw αιτ] einschweißen Nahrungsmittel, Bücher etc.
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.