στο λεξικό PONS
Über·gang2 <-gänge> ΟΥΣ αρσ
4. Übergang ΝΟΜ (Übertragung):
Dau·er·gast <-(e)s, -gäste> ΟΥΣ αρσ
zer·gan·gen ΡΉΜΑ
zergangen μετ παρακειμ: zergehen
Un·ter·gang <-gänge> ΟΥΣ αρσ
1. Untergang (das Versinken):
2. Untergang (Sinken unter den Horizont):
3. Untergang (Zerstörung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Übergang ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.