Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cad|et (cadette) [kadɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
II. cad|et (cadette) [kadɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. cadet (enfant):
3. cadet:
souci [susi] ΟΥΣ αρσ
1. souci (inquiétude):
2. souci (problème):
3. souci (soin) τυπικ:
στο λεξικό PONS
I. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
II. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. cadet (plus jeune que qn):
3. cadet ΑΘΛ:
- cadet(te)
- 15-17 year old sportsperson
I. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
II. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. cadet (plus jeune que qn):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.