Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
grâce [gʀɑs] ΟΥΣ θηλ
1. grâce sans πλ (charme):
2. grâce sans πλ (faveur):
3. grâce sans πλ (clémence):
4. grâce ΝΟΜ:
- grâce
-
grâce [gʀɑs] ΟΥΣ θηλ
1. grâce sans πλ (charme):
2. grâce sans πλ (faveur):
- grâce
-
4. grâce ΝΟΜ:
- grâce
-
- grâce à l'entremise de qn
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.