Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. gracious [βρετ ˈɡreɪʃəs, αμερικ ˈɡreɪʃəs] ΕΠΊΘ
1. gracious (generous, dignified):
2. gracious lady, smile, wave:
4. gracious ΘΡΗΣΚ:
- gracious God
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.