στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sweet-natured [βρετ ˌswiːtˈneɪtʃəd, αμερικ ˌswitˈneɪtʃərd] ΕΠΊΘ
sweet-natured → sweet-tempered
sweet-tempered [αμερικ ˌswitˈtɛmpərd] ΕΠΊΘ
sweet-tempered person:
I. nature [βρετ ˈneɪtʃə, αμερικ ˈneɪtʃər] ΟΥΣ
1. nature (the natural world):
2. nature (character, temperament):
3. nature (kind, sort):
II. -natured ΣΎΝΘ
- sweet-natured
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.