στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. confessione [konfesˈsjone] ΟΥΣ θηλ
1. confessione (dichiarazione):
2. confessione ΘΡΗΣΚ (sacramento):
II. confessioni ΟΥΣ θηλ πλ
confessioni λογοτεχνικό:
- evangelico confessione, chiesa
-
- evangelico confessione, chiesa
-
στο λεξικό PONS
confessione [kon·fes·ˈsio:·ne] ΟΥΣ θηλ ΘΡΗΣΚ, ΝΟΜ
- confessione
-
-
- confessione θηλ
-
- confessione θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.