στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. Protestant [βρετ ˈprɒtɪst(ə)nt, αμερικ ˈprɑdəstənt] ΕΠΊΘ
II. Protestant [βρετ ˈprɒtɪst(ə)nt, αμερικ ˈprɑdəstənt] ΟΥΣ
- Protestant
- protestante αρσ θηλ
- the country is overwhelmingly Protestant
-
στο λεξικό PONS
Protestant [ˈprɑ:·t̬əs·tənt] ΟΥΣ
- Protestant
- protestante αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.