στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
limited partner ΟΥΣ
-
- accomandante αρσ θηλ
I. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΟΥΣ
1. limit (maximum extent):
2. limit (legal restriction):
3. limit (boundary):
II. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΡΉΜΑ μεταβ (restrict)
I. limited [βρετ ˈlɪmɪtɪd, αμερικ ˈlɪmədəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
limited → limit II, III
II. limited [βρετ ˈlɪmɪtɪd, αμερικ ˈlɪmədəd] ΕΠΊΘ
I. partner [βρετ ˈpɑːtnə, αμερικ ˈpɑrtnər] ΟΥΣ
1. partner:
2. partner:
II. partner [βρετ ˈpɑːtnə, αμερικ ˈpɑrtnər] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. limit [ˈlɪ·mɪt] ΟΥΣ
I. partner [ˈpɑ:rt·nɚ] ΟΥΣ
| I | limit |
|---|---|
| you | limit |
| he/she/it | limits |
| we | limit |
| you | limit |
| they | limit |
| I | limited |
|---|---|
| you | limited |
| he/she/it | limited |
| we | limited |
| you | limited |
| they | limited |
| I | have | limited |
|---|---|---|
| you | have | limited |
| he/she/it | has | limited |
| we | have | limited |
| you | have | limited |
| they | have | limited |
| I | had | limited |
|---|---|---|
| you | had | limited |
| he/she/it | had | limited |
| we | had | limited |
| you | had | limited |
| they | had | limited |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Limey
- limit
- limitable
- limitary
- limitation
- limited partner
- limited partnership
- limiter
- limiting
- limitless
- limn