στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
option [βρετ ˈɒpʃ(ə)n, αμερικ ˈɑpʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. option (something chosen):
2. option (possibility of choosing):
3. option:
4. option βρετ (course of study):
I. future [βρετ ˈfjuːtʃə, αμερικ ˈfjutʃər] ΕΠΊΘ attrib.
II. future [βρετ ˈfjuːtʃə, αμερικ ˈfjutʃər] ΟΥΣ
1. future (on time scale):
2. future (prospects):
στο λεξικό PONS
I. future [ˈfju:·tʃɚ] ΟΥΣ
1. future a. ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- futility
- futon
- futtock
- futtock-shroud
- future
- futures options
- futures trader
- futurism
- futurist
- futuristic
- futurity