στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
c.w.o., CWO ΟΥΣ
1. c.w.o. → cash with order
2. c.w.o. αμερικ ΣΤΡΑΤ → chief warrant officer
C/A ΟΥΣ
C, c [αμερικ si] ΟΥΣ
century [βρετ ˈsɛntʃʊri, αμερικ ˈsɛn(t)ʃ(ə)ri] ΟΥΣ
1. century:
o.n.o.
o.n.o. → or nearest offer
-
- tratt. (trattabile)
o' [βρετ əʊ, ə, αμερικ ə]
o' → of οικ
of [βρετ ɒv, (ə)v, αμερικ əv] ΠΡΌΘ
1. of (in most uses):
2. of (made or consisting of):
4. of (indicating a proportion or fraction):
στο λεξικό PONS
c.
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.