στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. affirmative [βρετ əˈfəːmətɪv, αμερικ əˈfərmədɪv] ΕΠΊΘ
affirmative reply, nod, statement:
II. affirmative [βρετ əˈfəːmətɪv, αμερικ əˈfərmədɪv] ΟΥΣ
III. affirmative [βρετ əˈfəːmətɪv, αμερικ əˈfərmədɪv] ΕΠΙΦΏΝ αμερικ
action [βρετ ˈakʃ(ə)n, αμερικ ˈækʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. action U:
2. action (deed):
3. action (fighting):
4. action:
5. action (excitement) οικ:
6. action ΝΟΜ:
8. action ΤΕΧΝΟΛ (in machine, piano):
-
- meccanismo αρσ
στο λεξικό PONS
I. affirmative [ə·ˈfɜ:r·mə·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
II. affirmative [ə·ˈfɜ:r·mə·t̬ɪv] ΟΥΣ
action [ˈæk·ʃən] ΟΥΣ
1. action (activeness):
2. action ΣΤΡΑΤ:
3. action (mechanism):
-
- meccanismo αρσ
5. action ΝΟΜ (azione legale):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.