I. win·ning [ˈwɪnɪŋ] ΕΠΊΘ
1. winning προσδιορ:
II. win·ning [ˈwɪnɪŋ] ΟΥΣ
- winnings pl
-
award-win·ning [əˈwɔ:dwɪnɪŋ, αμερικ -ˈwɔ:rd-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
ˈprize-win·ning ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
ˈwin·ning for·mu·la ΟΥΣ
- unclaimed benefits, winnings
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.