Oxford Spanish Dictionary
winning [αμερικ ˈwɪnɪŋ, βρετ ˈwɪnɪŋ] ΕΠΊΘ
1. winning (victorious) προσδιορ:
στο λεξικό PONS
I. winning [ˈwɪnɪŋ] ΕΠΊΘ
I. winning [ˈwɪn·ɪŋ] ΕΠΊΘ
-
- winnings πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.