στο λεξικό PONS
un·sys·tem·at·ic [ˌʌnsɪstəˈmætɪk, αμερικ -ˈmæt̬ɪk] ΕΠΊΘ
-
- unsystematisch nach ουσ
I. risk [rɪsk] ΟΥΣ
1. risk (hazard):
2. risk (insurance policy):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unsystematic risk ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
| I | risk |
|---|---|
| you | risk |
| he/she/it | risks |
| we | risk |
| you | risk |
| they | risk |
| I | risked |
|---|---|
| you | risked |
| he/she/it | risked |
| we | risked |
| you | risked |
| they | risked |
| I | have | risked |
|---|---|---|
| you | have | risked |
| he/she/it | has | risked |
| we | have | risked |
| you | have | risked |
| they | have | risked |
| I | had | risked |
|---|---|---|
| you | had | risked |
| he/she/it | had | risked |
| we | had | risked |
| you | had | risked |
| they | had | risked |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unsuspecting
- unsustainable
- unsustained
- unswayed
- unsweetened
- unsystematic risk
- untainted
- untalented
- untamed
- untangle
- untapped