στο λεξικό PONS
I. value [ˈvælju:] ΟΥΣ
1. value no pl (significance):
2. value no pl (financial worth):
3. value (monetary value):
4. value (moral ethics):
II. value [ˈvælju:] ΡΉΜΑ μεταβ
1. value (deem significant):
re·li·gious [rɪˈlɪʤəs] ΕΠΊΘ
1. religious (of religion):
2. religious (pious):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | value |
|---|---|
| you | value |
| he/she/it | values |
| we | value |
| you | value |
| they | value |
| I | valued |
|---|---|
| you | valued |
| he/she/it | valued |
| we | valued |
| you | valued |
| they | valued |
| I | have | valued |
|---|---|---|
| you | have | valued |
| he/she/it | has | valued |
| we | have | valued |
| you | have | valued |
| they | have | valued |
| I | had | valued |
|---|---|---|
| you | had | valued |
| he/she/it | had | valued |
| we | had | valued |
| you | had | valued |
| they | had | valued |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- reliever
- relight
- religion
- religiosity
- religious
- religious values
- reline
- relinquish
- relinquishment
- reliquary
- relish