στο λεξικό PONS
on·ward ˈflight ΟΥΣ esp βρετ, αυστραλ
I. on·ward [ˈɒnwəd, αμερικ ˈɑ:nwɚd] αμετάβλ ΕΠΊΘ προσδιορ (of journey)
II. on·ward [ˈɒnwəd, αμερικ ˈɑ:nwɚd] αμετάβλ ΕΠΊΡΡ
1. onward (into the future):
flight1 [flaɪt] ΟΥΣ
1. flight ενικ:
2. flight:
3. flight (journey):
4. flight + ενικ/pl ρήμα (group):
5. flight (series):
6. flight also χιουμ (whim):
7. flight ΑΘΛ:
- flight in darts
- Befiederung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- on-the-spot
- on time
- on to
- onto
- ontogeny
- onward flight
- onwards
- onward train
- onychia
- onyx
- oocyte