στο λεξικό PONS
gen·er·al com·ˈmit·tee ΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
com·mit·tee [kəˈmɪti, αμερικ -ˈmɪt̬i] ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
I. gen·er·al [ˈʤenərəl] ΕΠΊΘ
1. general (widespread):
2. general (for everybody):
3. general (unspecific):
4. general (wide):
5. general (not detailed):
6. general προσδιορ (main):
7. general after ουσ (in titles):
committee ΟΥΣ
general
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
general committee ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.