στο λεξικό PONS
I. ex·tra [ˈekstrə] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. ex·tra [ˈekstrə] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. extra (more):
III. ex·tra [ˈekstrə] ΟΥΣ
1. extra (perk):
3. extra (actor):
4. extra ΑΘΛ (additional run):
-
- extras πλ
-
- extras
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
extra pay ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Sondervergütung θηλ
extra training ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.