στο λεξικό PONS
Zu·la·ge <-, -n> [ˈtsu:la:gə] ΟΥΣ θηλ
- Zulage (Geldzulage)
-
I. un·ge·hemmt [ˈʊngəhɛmt] ΕΠΊΘ
II. un·ge·hemmt [ˈʊngəhɛmt] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Zulage θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.