στο λεξικό PONS
col·lec·tion [kəˈlekʃən] ΟΥΣ
1. collection (money gathered):
2. collection (objects collected):
3. collection μτφ (large number):
4. collection (range of clothes):
5. collection of mail:
6. collection (act of getting):
7. collection ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- collections
-
- collections
-
ˈlit·ter col·lec·tion ΟΥΣ
ˈcheck col·lec·tion ΟΥΣ αμερικ
ˈcheque col·lec·tion ΟΥΣ
col·lec·tion times ΟΥΣ
ˈdebt col·lec·tion ΟΥΣ no pl
ˈcus·toms col·lec·tion ΟΥΣ no pl
ˈdebt-col·lec·tion ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
debt-collection agent, service:
ˈgar·bage col·lec·tion ΟΥΣ no pl αμερικ (waste collection)
- Leerung Post
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
collection ΟΥΣ ΤΜΉΜ
collection ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
collection ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
-
- Einziehung θηλ
cheque collection ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Scheckinkasso ουδ
-
- Scheckeinzug αρσ
collection cost ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
collection commission ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
collection duration ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
centralized collection ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
export collection ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
collection ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
data collection ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
automatic fare collection ΕΠΙΚΟΙΝ, public transport
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- collections
- collections