στο λεξικό PONS
Ein·zie·hung <-, .en> ΟΥΣ θηλ
1. Einziehung (Beschlagnahme):
- Einziehung
-
- Einziehung
-
2. Einziehung (Anfordern):
3. Einziehung ΣΤΡΑΤ:
- confiscation of property
- Einziehung θηλ <-, .en>
-
- Einziehung θηλ <-, .en>
-
- Einziehung θηλ <-, .en>
- withdrawal of coins, notes
- Einziehung θηλ <-, .en>
-
- Einziehung θηλ <-, .en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einziehung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Einziehung ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Einziehung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Einziehung θηλ
-
- Einziehung θηλ
-
- Einziehung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.