στο λεξικό PONS
In·kas·so <-s, -s [o. A Inkassi]> [ɪnˈkaso] ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Inkasso-
-
- Inkasso ουδ <-s, -s>
-
- Inkasso ουδ <-s, -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Inkasso ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- Inkasso (Einziehung von Geldforderungen)
-
-
- Inkasso ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- zum Inkasso