στο λεξικό PONS
I. plain [pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain:
2. plain (uncomplicated):
3. plain (clear):
4. plain προσδιορ, αμετάβλ (sheer):
5. plain (unattractive):
II. plain [pleɪn] ΕΠΊΡΡ
I. Euro·pean [ˌjʊərəˈpiən, αμερικ ˌjʊrəˈ-] ΕΠΊΘ
plain ΕΠΊΘ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
European Plain ΟΥΣ
East European Plain ΟΥΣ
North European Plain ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- European Energy Exchange
- European Financial Stability Facility
- European Foundation for Quality Management
- European Free Trade Association
- European Investment Bank
- European Plain
- European Police Office
- European policy
- European Regional Development Fund
- European Securities and Markets Authority
- European single currency