weg [vɛk] ΕΠΊΡΡ
1. weg (fort):
2. weg οικ (hinweggekommen):
3. weg οικ (begeistert):
Weg <-[e]s, -e> [veːk] ΟΥΣ αρσ
1. Weg:
2. Weg (Methode):
3. Weg (Art, Weise):
ιδιωτισμοί:
Weg ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.