στο λεξικό PONS
Los <-es, -e> [lo:s] ΟΥΣ ουδ
2. Los (für Zufallsentscheidung):
3. Los kein πλ τυπικ (Schicksal):
DOS-Be·triebs·sys·tem <-s, -e> ΟΥΣ ουδ Η/Υ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
POS ΟΥΣ ουδ
POS συντομογραφία: Point of Sale ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
POS-Terminal ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
OBOS-Oszillator ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nordkoreanischer Won ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.