στο λεξικό PONS
Da·ten·kar·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ren·ten·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
De·po·si·ten·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
La·den·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ne·ben·kas·se ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Orts·kran·ken·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Kran·ken·kas·sen·prä·mie <-, -n> ΟΥΣ θηλ CH (Krankenkassenbeitrag)
Kran·ken·kas·sen·bei·trag <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Krankenkasse ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Betriebskrankenkasse ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Datenkranz ΟΥΣ αρσ IT
Allgemeine Ortskrankenkasse ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.