I. nörd·lich [ˈnœrtlɪç] ΕΠΊΘ
1. nördlich (in nördlicher Himmelsrichtung befindlich):
2. nördlich (im Norden liegend):
3. nördlich (von/nach Norden):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.