στο λεξικό PONS
Nei·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Neigung (Vorliebe):
3. Neigung (Tendenz):
Fü·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ber·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Bergung (Rettung):
2. Bergung (das Bergen):
- Bergung von Toten
-
Prä·gung <-> ΟΥΣ θηλ
2. Prägung:
3. Prägung (Einfluss):
4. Prägung ΒΙΟΛ, ΖΩΟΛ:
Ta·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Tagung (Fachtagung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- igeln
- IGH
- igitt
- igittigitt
- Iglu
- igung
- i-Halbleiter
- IHK
- ihm
- ihn
- ihnen