wich·tig <wichtiger, am wichtigsten> [ˈvɪçtɪç] ΕΠΊΘ
1. wichtig (bedeutsam):
-
- wichtige Angelegenheiten
-
- wichtig <wichtiger, am wichtigsten>
-
- wichtig <wichtiger, am wichtigsten>
-
- wichtige Informationen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.