στο λεξικό PONS
Pu·bli·kum <-s> [ˈpu:blikʊm] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Publikum (anwesende Besucher):
2. Publikum τυπικ (Lesergemeinde):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Publikums-Kapitalgesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Publikums-Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Publikums-Aktiengesellschaft θηλ
-
- Publikums-Kapitalgesellschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.