Pu·bli·kum <-s> [ˈpu:blikʊm] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Publikum (anwesende Besucher):
2. Publikum τυπικ (Lesergemeinde):
- ein begeisterungsfähiges Publikum
-
- ein zahlreiches Publikum war erschienen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.