στο λεξικό PONS
Ad·res·se <-, -n> [aˈdrɛsə] ΟΥΣ θηλ
ιδιωτισμοί:
Ad·res·sat(in) <-en, -en> [adrɛˈsa:t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. Adressat τυπικ (Zuständiger):
Ad·res·sen·ver·wal·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ Η/Υ
Ad·res·sen·lis·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Rech·nungs·ad·res·se ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Zu·stel·lungs·ad·res·se ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Lie·fer·ad·res·se ΟΥΣ θηλ
Adressenverzeichnis ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Domiziladresse ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Kapitalmarktadresse ΟΥΣ θηλ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Großadresse ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Handelsadresse ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Privatkunden-Ressort ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.