στο λεξικό PONS
Res·sort <-s, -s> [rɛˈso:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ
1. Ressort (Zuständigkeitsbereich):
2. Ressort (Abteilung):
- Ressort
-
-
- Ressort ουδ <-s, -s>
-
- Ressort ουδ <-s, -s>
-
- Ressort ουδ <-s, -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Privatkunden-Ressort ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
- Privatkunden-Ressort
-
-
- Privatkunden-Ressort ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.