effet [efɛ] ΟΥΣ αρσ
1. effet a. ΝΟΜ:
3. effet (phénomène):
4. effet ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
5. effet πλ (vêtements):
ιδιωτισμοί:
II. effet [efɛ]
-
- Dominoeffekt αρσ
-
- Warenwechsel αρσ
- effet de complaisance ΟΙΚΟΝ
-
- effet de forclusion ΝΟΜ
-
-
- Lombardwechsel αρσ
-
- Hebelwirkung θηλ
-
- Tiefenwirkung θηλ
-
- Tiefenwirkung θηλ
-
- Bühneneffekt αρσ
-
- Treibhauseffekt αρσ
-
- Knalleffekt οικ
buffet [byfɛ] ΟΥΣ αρσ
II. buffet [byfɛ]
préfet (-ète) [pʀefɛ, -ɛt] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
2. préfet Βέλγ (directeur de lycée):
- préfet (-ète)
-
I. défunt(e) [defœ͂, œ͂t] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
I. défait(e) [defɛ, defɛt] ΡΉΜΑ
défait part passé de défaire
II. défait(e) [defɛ, defɛt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.