überhaupt [yːbɐˈhaʊpt] ΕΠΊΡΡ
1. überhaupt (eigentlich):
2. überhaupt (abgesehen davon, zudem):
3. überhaupt (absolut, ganz und gar):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.