absolument [apsɔlymɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. absolument:
- absolument remarquable, fantastique
-
- absolument nécessaire
-
- absolument vrai
-
- absolument!
-
2. absolument (à tout prix):
- absolument
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.