I. absolut [apzoˈluːt] ΕΠΊΘ
1. absolut:
- absolut Ablehnung, Nein
-
II. absolut [apzoˈluːt] ΕΠΊΡΡ οικ
- absolut unmöglich, unverständlich
-
- absolut betrachtet
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.