I. mortel(le) [mɔʀtɛl] ΕΠΊΘ
1. mortel (sujet à la mort):
- mortel(le)
-
2. mortel (causant la mort):
- mortel(le)
-
3. mortel (extrême):
- mortel(le) frayeur, haine, jalousie
-
- mortel(le) pâleur
-
- mortel(le) froid, chaleur
-
- mortel(le) ennemi
- Tod-
4. mortel οικ (ennuyeux):
- mortel(le)
-
II. mortel(le) [mɔʀtɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ) συχν πλ
- mortel(le)
-
mortel
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.