absolu(e) [apsɔly] ΕΠΊΘ
1. absolu (total):
- absolu(e) silence, nécessité
-
- absolu(e) confiance
-
- absolu(e) amour
-
2. absolu (sans concession):
3. absolu:
- absolu(e) monarque, pouvoir
-
4. absolu ΓΡΑΜΜ:
- absolu(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.