I. impossible [ɛ͂pɔsibl] ΕΠΊΘ
2. impossible (insupportable):
3. impossible οικ (invraisemblable):
- impossible
- unmöglich οικ
II. impossible [ɛ͂pɔsibl] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.