immédiat [imedja] ΟΥΣ αρσ
- immédiat
-
ιδιωτισμοί:
- dans [ou pour] l'immédiat
-
immédiat(e) [imedja, jat] ΕΠΊΘ
1. immédiat (très proche):
- immédiat(e)
-
- immédiat(e) contact, voisin
-
- immédiat(e) soulagement, effet
-
- immédiat(e) avenir
-
2. immédiat (sans intermédiaire):
- immédiat(e)
-
- immédiat(e)
-
3. immédiat (qui s'impose):
- immédiat(e) question
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.