immédiatement [imedjatmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. immédiatement:
- immédiatement
-
- immédiatement
-
2. immédiatement (sans intermédiaire):
- immédiatement
-
- immédiatement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.