Substanz <-, -en> [zʊpˈstants] ΟΥΣ θηλ
1. Substanz (Material, Stoff):
- Substanz
- substance θηλ
- eine entflammbare Substanz
-
2. Substanz χωρίς πλ (Grundbestand):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.