impératif [ɛ͂peʀatif] ΟΥΣ αρσ
1. impératif συχν πλ (nécessité):
- impératif
-
2. impératif ΓΛΩΣΣ:
- impératif
- Imperativ αρσ
impératif ΟΥΣ
-
- Sicherheitserfordernisse ουδ πλ
impératif, impérative ΕΠΊΘ
- impératif (-ive)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.